Το εργοστάσιο της φαντασίας - Μέρος 2ο



Μέρος 2ο: Το παλιό εργοστάσιο



Με το που έπεσε ο ήλιος μια περίεργη λάμψη βγήκε από το έδαφος. Αυτό θα ήταν το σημάδι σκέφτηκαν και οι δύο. Το μέρος που έδειχνε η δέσμη φωτός δεν ήταν πολύ μακριά. Κοιτάχτηκαν και οι δύο στα μάτια, είχαν στο μυαλό τους την ίδια σκέψη. Πως γινόταν να μην έχουν δει ένα μέρος χωρίς ζωή όπως το αποκαλούσαν και στα δύο μηνύματα, το οποίο απείχε τόσο κοντά από τα σπίτια τους.


Η στιγμή είχε φτάσει, κατέβηκαν από το δεντρόσπιτο, έδεσαν τα πράγματα πάνω στα ποδήλατά τους και ξεκίνησαν. Πάνω στα ποδήλατα προσπαθούσαν να μη χάσουν το προσανατολισμό τους, η δέσμη είχε πλέον εξαφανιστεί και μόνο ένα αχνό φως πλέον φαινόταν. Το σημείο που έπρεπε να πάνε δεν ήταν πολύ μακριά, βρισκόταν στην περιοχή του παλιού εργοστασίου. Συνήθιζαν να παίζουν εκεί παλιά, ως την στιγμή που χάθηκε εντελώς περίεργα ένα παιδί, το βρήκαν τελικά νεκρό μετά από ένα μήνα. Κανείς δεν ήθελε να μιλήσει για το περιστατικό, απλά τους είχαν απαγορεύσει να πηγαίνουν εκεί. Δεν μπορούσαν όμως αυτοί να αγνοήσουν το μήνυμα. Ο τρόπος και μόνο που το έλαβαν και οι δύο τους έκανε σαφές πως πρόκειται για κάτι το επιτακτικό.
Όσο πλησίαζαν νιώθανε τα πόδια τους να λυγίζουν από τον φόβο. Μια περίεργη αύρα άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Στο επόμενο τετράγωνο θα φτάνανε στην περιοχή του παλιού εργοστασίου, την περιοχή που είχε δείξει η δέσμη φωτός. Σταμάτησαν και οι δύο μαζί έξω από την περίφραξη του εργοστασίου. Ξαφνικά ο ουρανός άλλαξε όψη, έγινε κατακόκκινος, αλλά μόνο πάνω από το εργοστάσιο. Η μεταλλική πόρτα ήταν κλειδωμένη με ένα σκουριασμένο λουκέτο και μια βαριά σκουριασμένη αλυσίδα. Έλυσαν τα πράγματα από τα ποδήλατά τους και πλησίασαν στην πόρτα, έπρεπε κάπως να την περάσουν.
Ο Τζακ πήγε αποφασιστικά την απόφαση να σκαρφαλώσει την μεταλλική πόρτα. Την τελευταία στιγμή, και ενώ ήταν έτοιμος να πιάσει τα κάγκελα, ο Ντρέικ τον έπιασε από την μπλούζα και τον τράβηξε κάτω με όλη του την δύναμη.
«Μα τι έγινε, τι κάνεις; Πρέπει να περάσουμε, πρέπει να πάμε μέσα στο εργοστάσιο», είπε ο Τζακ ξαφνιασμένος από την κίνηση του Ντρέικ.
«Περίμενε λίγο, πρέπει να σκεφτούμε, σαν πολύ εύκολο δε σου φαίνεται;»
«Τι εννοείς;»
«Και που ξέρουμε πως δεν είναι ηλεκτροφόρα».
Ο Ντρέικ τότε σήκωσε ένα μικρό κλαδί που βρήκε δίπλα στο πόδι του και το πέταξε πάνω στην μεταλλική πόρτα. Το αποτέλεσμα όμως ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που περίμενε. Την στιγμή που το κλαδί άγγιξε το συρμάτινο πλέγμα της πόρτας, εκείνα ξαφνικά ζάρωσαν και μετατράπηκαν σε μια μυτερή συρμάτινη παγίδα έτοιμη να καρφώσει όποιον τολμούσε την περάσει. Όταν το κλαδί έπεσε στο έδαφος το συρμάτινο πλέγμα της πόρτας επανήλθε στην παλιά του μορφή. Και οι δύο έμειναν με ανοιχτό το στόμα, κοιτάχτηκαν με απορία και τρόμο αποτυπωμένο στα ματιά τους.
«Τώρα τι κάνουμε, πως θα περάσουμε;», είπε ο Τζακ γεμάτος απόγνωση. Ο Ντρέικ έσκυψε και άνοιξε το σακίδιο του. Από μέσα έβγαλε δύο σκονισμένα  εργαλεία, ένα σφυρί και ένα κατσαβίδι. Πήρε το σφυρί στο χέρι του και σηκώθηκε.
«Έχω μια ιδέα», είπε και χωρίς να το πολυσκεφτεί  έδωσε με το σφυρί ένα δυνατό χτύπημα στο λουκέτο. Το λουκέτο και το σφυρί έσπασαν συγχρόνως και έγιναν σκόνη. Μια δυνατή κραυγή ακούστηκε εκείνη την στιγμή μέσα από το εργοστάσιο, μια κραυγή πόνου. Είχε κάτι το περίεργο όμως, δεν έμοιαζε ανθρώπινη. Σάστισαν και οι δύο. Η πόρτα όμως είχε ανοίξει ελάχιστα, όσο έπρεπε ώστε να περάσουν μέσα. Πέρασαν στους ώμους τα σακίδια τους και πέρασαν προσεχτικά μέσα. Μπροστά τους ξεκίναγε ένα μονοπάτι, το οποίο χώριζε τον προαύλιο χώρο. Η μία πλευρά του μονοπατιού έμοιαζε σαν ένα παλιό ναρκοπέδιο με μικρούς κρατήρες καθ’ όλο το μήκος. Η άλλη πλευρά έμοιαζε σαν ένα αρχαίο νεκροταφείο, υπήρχαν διάφορα χωμάτινα εξογκώματα δίχως όμως σταυρούς. Δε θυμόντουσαν να υπήρχαν αυτά τα πράγματα όταν σύχναζαν εκεί. Διάφοροι ήχοι έκαναν την διαδρομή τους προς την είσοδο του εργοστασίου αρκετά εφιαλτική, στο μυαλό τους φάνταζε πως το μονοπάτι συνέχιζε χωρίς τέλος. Το θάρρος με το οποίο είχαν οπλιστεί εξαρχής ερχόταν και έφευγε. Τελικά έφτασαν μπροστά στην πόρτα, μια βαριά μαύρη μεταλλική πόρτα. Ήταν γεμάτη σκουριά και μία πρασινοκόκκινη γλίτσα έσταζε απ’ τα ανοίγματα της.  Σκεπτόμενοι και οι δύο την μεταλλική συρμάτινη πόρτα της εισόδου και την παγίδα που έκρυβε, πήραν μια πέτρα από το έδαφος και την πέταξαν πάνω στην μεταλλική πόρτα. Δεν έγινε τίποτα. Παρ’ όλα αυτά συνέχισαν με μεγάλη επιφυλακτικότητα. Βάζοντας τα σακίδια μπροστά από τα χέρια τους, σαν ένα είδος καλύμματος, άρχισαν να σπρώχνουν με δύναμη την βαριά πόρτα. Με έναν τριχτό θόρυβο άρχισε να ανοίγει σιγά-σιγά ώσπου ξαφνικά με μία απότομη κίνηση άνοιξε διάπλατα. Εκείνη την στιγμή μια δυνατή ριπή σκόνης ήρθε βίαια καταπάνω τους, παραλίγο να τους ρίξει κάτω. Με το που έπεσε η σκόνη αντίκρισαν το σκοτεινό εσωτερικό του εργοστασίου.
Το κόκκινο του ουρανού δημιουργούσε περίεργα σχήματα στο δάπεδο και τους τοίχους καθώς περνούσε από τα σπασμένα τζάμια της οροφής. Τίποτα εκεί μέσα δε θύμιζε εργοστάσιο πάντως, ο χώρος ήταν κενός και μόνο μια εναέρια ράγα γερανού μαρτυρούσε πως κάποτε κάτι το βιομηχανικό γινόταν εδώ. Η καρδιά και των δύο χτύπαγε δυνατά. Πήραν μία βαθιά ανάσα και πέρασαν μέσα. Πίσω τους ακούστηκε ένας μεταλλικός θόρυβος και η βαριά πόρτα έκλεισε με δύναμη. Έτρεξαν προς το μέρος της, άρχισαν να την χτυπάνε και να την σπρώχνουν, η μοναδική τους έξοδος είχε κλείσει. Η πόρτα τότε άρχισε να αλλάζει χρώμα, από το μαύρο που ήταν σε ένα έντονο πορτοκαλί, και η θερμοκρασία της άρχισα ξαφνικά να αυξάνεται. Ο Τζακ και ο Ντρέικ άφησαν ενστικτωδώς την πόρτα και έκαναν δύο βήματα πίσω. Ένα εφιαλτικό, μεταλλικό γέλιο ακούστηκε τότε. Η πόρτα άρχισε να αλλάζει μορφή. Ένα πρόσωπο εμφανίστηκε που γέλαγε και δύο μεγάλα μάτια που τους κοίταζαν. Το πρόσωπο της πόρτας σταμάτησε να γελάει και τους κοίταξε με κακία.
«Δεν έχετε να πάτε πουθενά τώρα. Μου χρωστάτε την φαντασία σας». Τους είπε η μορφή στην πόρτα και εξαφανίστηκε με το ίδιο εφιαλτικό, μεταλλικό γέλιο.

Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα