Το εργοστάσιο της φαντασίας - Μέρος 3ο




Μέρος 3ο: Ο Κλέφτης της Φαντασίας


   Είχαν σαστίσει και οι δύο. Ώστε για αυτό το κακό μίλαγαν τα μηνύματα. Πως όμως θα μπορούσαν να το καταστρέψουν. Ότι και να ήταν αυτό το πράγμα γνώριζε ήδη για την παρουσία τους εδώ. Τους είχε παγιδέψει.
   Μια περίεργη λάμψη τους κίνησε την περιέργεια. Ερχόταν πίσω από έναν τοίχο. Κινήθηκαν με προσοχή στον χώρο, έκαναν μικρά ψηλαφιστά βήματα προσπαθώντας να κατανοήσουν τον έδαφος που πατάγανε. Η περίεργη λάμψη όλο και δυνάμωνε όσο εκείνοι πλησίαζαν προς τον τοίχο. Έφτασαν στο πλαϊνό μέρος του τοίχου που χώριζε τους δύο χώρους. Βγάλαν σιγά-σιγά τα κεφάλια τους ώστε να δουν από που προερχόταν αυτή η λάμψη. Μπροστά τους είδαν μια αιωρούμενη διαφανή φιγούρα να στέκεται και να τους περιμένει. Η μορφή της ήταν ακαθόριστη. Βγήκαν και οι δύο μπροστά, δεν ήξεραν τι ήταν αυτό που έβλεπαν μπροστά τους. Για μερικά δευτερόλεπτα παρέμειναν να χαζεύουν την λάμψη χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι. Ξαφνικά από την διαφανή μορφή ακούστηκε μία φωνή. Θύμιζε παιδική και καμία σχέση δεν είχε με την εφιαλτική φωνή που άκουσαν πριν.
«Επιτέλους ήρθατε. Καιρός ήταν να έρθει κάποιος να μας ελευθερώσει».
Ο Τζακ και ο Ντρέικ κοιτάχτηκαν με έκπληξη. Η κατάσταση με την ώρα γινόταν ακόμα πιο απίστευτη και για τους δύο.
«Ευτυχώς ανταποκριθήκατε και οι δύο στο μήνυμα. Πρέπει να μας βοηθήσετε να καταστρέψουμε το κακό».
«Ποιος  είσαι, που είμαστε, τι συμβαίνει εδώ πέρα;», είπε ο Τζακ αγανακτισμένος.
Η φιγούρα τους πλησίασε χωρίς να πει τίποτα. Καθώς πλησίαζε άρχισε να παίρνει την μορφή μικρού παιδιού. Όταν πλέον έφτασε δίπλα τους στάθηκε και τους κοίταζε ως ένα κανονικό παιδί. Και οι δύο τον κοίταξαν με περιέργεια. Το παιδί κοίταξε μία τον Τζακ και μία τον Ντρέικ στα μάτια.
«Σας ευχαριστώ που δεχτήκατε το κάλεσμα μου. Κάποιος έπρεπε να μας ελευθερώσει, κάποιος έπρεπε να σταματήσει το κακό που υπάρχει εδώ πέρα».
Ο Ντρέικ δεν πίστευε στα μάτια του καθώς ρωτούσε το παιδί-φάντασμα να του δώσει περαιτέρω εξηγήσεις.
«Με λέγαν Τζέιμς. Σε αυτό εδώ το εργοστάσιο έχασαν οι δικοί μου τα ίχνη μου, με βρήκαν μετά από έναν μήνα τελείως αποστραγγισμένο. Όλη η κοινότητα σάστισε όμως κανείς δεν είχε την δύναμη να βρει τι πραγματικά συνέβη εδώ. Τόσο σε μένα όσο και σε άλλα παιδιά πριν και μετά».
«Και ποιος το κάνει αυτό;», είπε ο Ντρέικ.
«Ο Κλέφτης της Φαντασίας. Ένα άυλο πλάσμα που τρέφετε με τις πιο κρυφές φαντασίες των παιδιών».
«Και πως μπορούμε εμείς να νικήσουμε ένα άυλο πλάσμα;», ρώτησε ο Τζακ.
«Είστε εδώ, είδατε και οι δύο τα μηνύματα που σας έστειλα. Αυτό σημαίνει πως ακόμα δεν έχετε χάσει την ανάπτυξη της φαντασίας σας».
Μετά από αυτά τα λόγια το παιδί μεταμορφώθηκε ξανά στη διαφανή ύλη που ήταν πριν. Αιωρήθηκε προς τον κεντρικό χώρο του εργοστασίου και ύστερα προς τον βόρειο τοίχο. Ο Τζακ και ο Ντρέικ τον ακολούθησαν χωρίς να πουν τίποτα. Έφτασαν μπροστά από τον τοίχο, ο οποίος απ’ ότι έδειχνε δεν έβγαζε πουθενά. Ένα κόκκινο φως έπεφτε επάνω του, διαθλασμένο από τα σπασμένα τζάμια της οροφής, δημιουργώντας περίεργα σχήματα. Το παιδί-φάντασμα με μία παράξενη κίνηση καθοδήγησε το κόκκινό φως προς έναν συγκεκριμένο σημείο του τοίχου και τον άνοιξε διάπλατα σαν μια πόρτα. Από πίσω αποκαλύφθηκε ένα πέρασμα. Το παιδί-φάντασμα με μία λαμπερή έκρηξη εξαφανίστηκε. Πίσω του άφησε μία ελαφρά λαμπερή λωρίδα η οποία φώτισε το υγρό και σκοτεινό μονοπάτι που ξεκινούσε μπροστά τους. Ο Τζακ και ο Ντρέικ μία κοιτούσαν το μονοπάτι που ξεκίναγε μπροστά τους και μία κοιτούσαν ο ένας τον άλλον. Ξεροκατάπιαν και με ένα συναινετικό κούνημα του κεφαλιού τους έκαναν το πρώτο βήμα πάνω στο μονοπάτι. Συνέχισαν με αργό βήμα για αρκετή ώρα. Το μονοπάτι έμοιαζε να συνεχίζει για πάντα, ώσπου κάποια στιγμή βγήκαν σε ένα μεγάλο ανοιχτό χώρο.
   Ο χώρος γύρω τους ήταν υγρός και σκοτεινός. Το κόκκινο φως του ουρανού έμπαινε και εδώ από κάτι περίεργες χωμάτινες καμπύλες. Έπεφτε πάνω στα υγρά τοιχώματα δημιουργώντας τρελές, εφιαλτικές εικόνες. Γύρισαν τα κεφάλια τους ολόγυρα προσπαθώντας να εξερευνήσουν το μέρος που βρίσκονταν. Δεν έβλεπαν πουθενά το φάντασμα που τους οδήγησε εδώ. Ξαφνικά ακούστηκε μια μεταλλική ηχώ, θύμιζε αλυσίδες που κουνιούνται, ερχόταν από το βάθος. Προχώρησαν προς το μέρος του ερχόταν ο ήχος με προσοχή ώστε να αποφύγουν τις υδάτινες λακκούβες του εδάφους. Καθώς πλησίαζαν η μορφολογία του χώρου άρχισε να αλλάζει. Τοίχοι από το πουθενά άρχισαν να σχηματίζονται και να δημιουργούν ένα είδος πύλης. Ξαφνικά μπροστά τους δημιουργήθηκε μία κλειστή πόρτα. Κοντοστάθηκαν για λίγο έξω από την πόρτα που μόλις είχε δημιουργηθεί μπροστά τους. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, είχαν μετανιώσει και οι δύο που είχαν αποφασίσει να έρθουν εδώ. Τώρα όμως ήταν πολύ αργά, είχαν αναλάβει μία αποστολή και έπρεπε να την φέρουν εις πέρας. Από τα σακίδιά τους βγάλαν τα ρόπαλα τους και γύρισαν το πόμολο της πόρτας. Βρέθηκαν σε ένα χώρο όλον φωτισμένο από το ίδιο κόκκινο φως. Κοιτάξαν επάνω για να δουν από που ερχόταν ο μεταλλικός ήχος. Δεν μπορούσαν να δουν τίποτα, το μόνο που μπορούσαν να διακρίνουν ήταν κομμάτια, όπως φαινόταν, από ρίζες δέντρων. Λίγο πιο πέρα μπορούσαν να διακρίνουν δύο αιωρούμενες μορφές. Υπέθεσαν πως μπορεί να είναι το φάντασμα του Τζέιμς. Καθώς ‘όμως πλησίαζαν ξανάκουσαν τον ίδιο μεταλλικό ήχο. Όταν έφτασαν στο σημείο που ερχόταν κοίταξαν ψηλά. Οι αιωρούμενες μορφές που έβλεπαν από μακριά ήταν τελικά δύο κλουβιά, ο μεταλλικός ήχος έβγαινε από τις αλυσίδες που τα κράταγε. Μέσα στα κλουβιά ήταν δύο παιδιά. Δεν μιλούσαν ούτε κουνιόντουσαν. Στεκόντουσαν όρθια με κλειστά τα μάτια, έμοιαζαν να είναι ναρκωμένα και να τα κρατάει μια αόρατη κλωστή. Τα πρόσωπά τους ήταν γνωστά, ήταν τα δύο παιδιά που είχαν χαθεί την προηγούμενη βδομάδα.
 Πίσω από τα δύο κλουβιά ξεκινούσε μια βαθιά σήραγγα. Διάφοροι ανατριχιαστικοί ήχοι έφταναν στα αυτιά τους. Προχώρησαν προς το εσωτερικό της σήραγγάς. Οι παλάμες τους είχαν πάρει ένα έντονο άσπρο χρώμα από την πίεση που ασκούσαν στα ρόπαλα. Στα πλαϊνά τοιχώματα της σήραγγάς υπήρχαν πεταμένα διάφορα πράγματα τα οποία έμοιαζαν με στολές. Πλησίασαν και είδαν πως αυτές οι υποτιθέμενες στολές στην πραγματικότητα ήταν ανθρώπινα περιβλήματα παιδιών. Περιβλήματα τελείως αποστραγγισμένα, όπως ακριβώς τους είχε πει ο Τζέιμς, παρατημένα σε τέλεια σειρά, λες και πρόκειται για κάποιο είδος νεκροταφείου. Η σήραγγα τελικά τους έβγαλε μπροστά από μία ακόμα πόρτα. Από πίσω ακουγόταν τώρα καθαρά ένας δυνατός ήχος ρουφήγματος. Άνοιξαν την πόρτα και είδαν μπροστά τους το κακό. Ήταν μία τεράστια οντότητα αποτελούμενη από διάφορα κινούμενα μπαλώματα. Αυτά έδειχναν εικόνες και ιστορίες, όλες μαζί δημιουργούσαν ένα φανταστικό ψηφιδωτό που αποτελούσαν το σώμα του. Ώστε αυτός ήταν ο Κλέφτης της Φαντασίας. Εκείνη την στιγμή στα ψηφιδωτά του χέρια κρατούσε ένα παιδί. Το κρατούσε και ρουφούσε απ’ το κεφάλι του εικόνες, οι οποίες ενσωματώνονταν στο περίεργο ψηφιδωτό του σώμα.
   Η παρουσία τους έγινε αντιληπτή απ’ τον Κλέφτη της Φαντασίας. Πέταξε το αποστραγγισμένο κουφάρι του παιδιού και με μία αστραπιαία κίνηση έφτασε μπροστά τους. Ο Τζακ και ο Ντρέικ με όσο θάρρος μπόρεσαν να βρουν μέσα τους ύψωσαν τα ρόπαλα τους και άρχισαν να τα κουνάνε. Ένα τρομακτικό γέλιο ακούστηκε.
«Νομίζετε πως μπορείτε να με σκοτώσετε με τα ανίσχυρα ρόπαλά σας;», είπε η οντότητα και με μία αόρατη κίνηση πέταξε τον Ντρέικ μακριά. Ο Ντρέικ χτύπησε το κεφάλι του πάνω στον τοίχο και έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα. Η οντότητα με μία ακόμα αόρατη κίνηση έπιασε δυνατά από την μέση τον Τζακ. Ο Τζακ προσπαθούσε να ελευθερωθεί από την λαβή. Έριχνε μπουνιές πάνω στην οντότητα. Τα χέρια διαπερνούσαν το ψηφιδωτό σώμα, δημιουργώντας κυματισμούς, χωρίς όμως να κάνουν τίποτα.
«Δεν μπορείς να με σταματήσεις εμένα! Δεν έχεις πλέον φαντασία για να το κάνεις αυτό, ανήκει σε μένα τώρα».
Ο Τζακ είχε παραιτηθεί, οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Η οντότητα άρχισε να τον ρουφάει. Εκείνη την στιγμή ο Ντρέικ άρχισε να συνέρχεται. Είδε την οντότητα να ρουφάει τις εικόνες του μυαλού του Τζακ, κάτι έπρεπε να κάνει. Σηκώθηκε και έψαξε στην τσάντα του, είχαν μείνει οι μεταλλικές μπίλιες και η σφεντόνα του. Σημάδεψε την οντότητα και πέταξε την μπίλια. Διαπέρασε το ψηφιδωτό σώμα χωρίς να κάνει τίποτα. Σκέφτηκε τότε πως για να καταστρέψει αυτή την οντότητα θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει όλα τα αποθέματα της δημιουργικής του φαντασίας. Σήκωσε πάλι την σφεντόνα του και σημάδεψε την οντότητα. Αυτή τη φορά φαντάστηκε πως κρατούσε μία μεγάλη βαλλίστρα, όπως αυτές που διάβαζε στα βιβλία που είχε. Έριξε την μπίλια και παρακολουθούσε την πορεία της με αγωνία. Η μπίλια αυτή την φορά διαπέρασε το ψηφιδωτό σώμα δημιουργώντας ένα σκίσιμο. Η οντότητα έβγαλε μία δυνατή κραυγή πόνου και το ψηφιδωτό άρχισε να διαλύετε. Ο Τζακ έπεσε κάτω και όλες οι εικόνες άρχισαν να επιστρέφουν στο μυαλό του. Μία μεγάλη δύνη από τις υπόλοιπες εικόνες δημιουργήθηκε η οποία τους παρέσυρε μαζί της, μαζί και  τα δύο χαμένα παιδιά. Η δύνη τους άφησε όλους μαζί στην είσοδο του εργοστασίου, δίπλα ακριβώς απ’ το νεκροταφείο χωρίς σταυρούς. Ο Τζακ και τα δύο παιδιά παρέμειναν αναίσθητοι στο έδαφος. Ο Ντρέικ είχε σηκωθεί, απ’ το έδαφος έβγαιναν τα φαντάσματα όλων των αποστραγγισμένων σωμάτων που είχαν δει στην υπόγεια σήραγγα, τα σώματα που είχε αποστραγγίσει ο Κλέφτης της Φαντασίας. Το τελευταίο που βγήκε ήταν αυτό του Τζέιμς. Στάθηκε για λίγο πάνω απ’ τον Ντρέικ και τον ευχαρίστησε. Καθώς έφευγε και αυτός το τοπίο άλλαξε τελείως, επανήλθε στην κανονική του μορφή και ένας πολύ καυτός ήλιος έκανε την εμφάνιση του. Ο Ντρέικ πήγε δίπλα στο Τζακ, που είχε συνέλθει, και μαζί κοίταξαν ψηλά τον ήλιο. Το κακό είχε νικηθεί, η φαντασία τους το είχε νικήσει.


                                                              Τέλος

Σχόλια

Τα καλύτερα