Το κυνήγι του δαίμονα-Μέρος 4ο




Μέρος 4ο: Το πολυσύνθετο παζλ



Όλη την υπόλοιπη νύχτα την έβγαλε στο γραφείο του. Ήταν πολύ ανήσυχος για να μπορέσει να κοιμηθεί, προσπαθούσε να βρει μια ενιαία σύνδεση για όλα τα γεγονότα ως τώρα. Τέσσερα ποτήρια ουίσκι μετά τα νεύρα του και οι ανησυχίες του είχαν κατευνάσει, και αποκοιμήθηκε πάνω στην στοίβα από χαρτιά.

Κυριακή 4:00πμ
Ένας περίεργος και ανατριχιαστικός θόρυβος τον ξύπνησε. Σηκώθηκε με ταραχή και ενστικτωδώς σήκωσε το τηλέφωνο. Βούιζε, κανείς δεν ήταν στην γραμμή. Κοίταξε το ρολόι του, ήταν 4 το πρωί, σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς την πόρτα του γραφείου του και την άνοιξε. Έξω επικρατούσε σκοτάδι, άνοιξε τον διακόπτη για το φως όμως εκείνο δεν άναψε. Σκέφτηκε πως πάλι θα είχε καεί καμία λάμπα. Πήγε πάλι μέσα και πήρε τον φακό του. Βγήκε πάλι έξω και με την βοήθεια του φακού τώρα προσπαθούσε να δει μες στο σκοτάδι. Όπως έπεφτε η δέσμη του φακού πάνω στους τοίχους μπόρεσε να διακρίνει αμυδρά ένα σχέδιο πάνω στον τοίχο. Υπέθεσε πως τίποτα παλιόπαιδα θα είχαν μπει μέσα στο κτίριο και έκαναν κανένα γκράφιτι. Πλησίασε προς τον τοίχο με το σχέδιο. Όσο πιο κοντά πλησίαζε τόσο πιο καθαρό γινόταν. Πλέον μπορούσε να το διακρίνει πεντακάθαρα και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρήγορα. Μπροστά του είχε το ίδιο ακριβώς σχέδιο του περίεργου μενταγιόν που είχε βρει και στη σκηνή του φόνου. Είχε ακριβώς την ίδια υφή με εκείνο που είχε δει και ακριβώς το ίδιο κοκκινόμαυρο χρώμα. Πλησίασε το πρόσωπο του και το μύρισε, είχε την ίδια ακριβώς μυρωδιά θειαφιού. Όποιος και αν κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά γνώριζε για την ανάμιξη του και σίγουρα η συγκεκριμένη κίνηση υπήρξε ένα είδος προειδοποίησης.
Με ένα λεπίδι έξυσε μέσα σ ’ένα πλαστικό σακουλάκι λίγο από το σχέδιο του τοίχου, θα το πήγαινε για ανάλυση. Σιχτίριζε τον εαυτό του που δεν το είχε κάνει από πριν, όμως αυτή την φορά δεν μπορούσε να συνδέσει που είχε βρεθεί το κόκκινο χρώμα εφόσον δεν υπήρχε κανένα νεκρό πτώμα εκεί κοντά.

Κυριακή 8:00πμ
Ώσπου να ξημερώσει την έβγαλε καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου του, οι σκέψεις του τον τρέλαιναν. Άνοιξε το μικρό του βιβλίο τις επαφές του, γνώριζε έναν έμπιστο φίλο του που θα μπορούσε να βρει την σύνθεση του σχεδίου στον τοίχο.
Βγήκε έξω από το κτίριο, ο δρόμος ήταν πολύ ήσυχος. Ο κόσμος προσπαθούσε να ηρεμήσει μετά από μια δύσκολη βδομάδα, όλοι δηλαδή εκτός από τον ίδιο. Ο ουρανός ήταν μουντός και τα σύννεφα πυκνά και μαύρα, προμήνυαν βροχή σίγουρα και ήλπιζε τουλάχιστον να μην τον πετύχει. Θα πήγαινε να βρει έναν παλιό του συνεργάτη από τα ένδοξα χρόνια της δουλείας του στην αστυνομία. Δούλευε ως χημικός σε ένα παλιό εργοστάσιο και είχε και ένα προσωπικό εργαστήριο στο σπίτι του. Ήταν γνωστός για την γρηγοράδα του και για την ακρίβεια στα αποτελέσματα του.
Έφτασε έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Αμφιταλαντευόταν για το αν έπρεπε να χτυπήσει το κουδούνι, ήταν πολύ νωρίς και άλλωστε ήταν Κυριακή, μέρα ξεκούρασης. Όμως δε μπορούσε να ηρεμήσει, έπρεπε να τελειώσει την υπόθεση, όσο προχωρούσε και μπέρδευε τόσο του βασάνιζε το μυαλό και το πρωινό αναπάντεχο ξύπνημα του σίγουρα δε βοηθούσε την κατάσταση. Χωρίς άλλους ενδοιασμούς χτύπησε μία φορά το κουδούνι και περίμενε. Πρέπει να πέρασαν κάτι λιγότερο από πέντε λεπτά, ήταν έτοιμος να χτυπήσει και δεύτερη φορά το κουδούνι, όταν άκουσε να γυρίζει η κλειδαριά της πόρτας. Άνοιξε η πόρτα και από πίσω εμφανίστηκε η γνώριμη φιγούρα του Ιαν Μπανκς. Φόραγε τις πιτζάμες του ακόμα, το πρόσωπο του ήταν αγουροξυπνημένο και τα μαλλιά του ανάκατα. Ο Ιαν προσπάθησε να ανοίξει με δυσκολία τα μάτια του. Με το που αντίκρισε τον Τζακ μπροστά του έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό.
«Μα καλά εσύ δε κοιμάσαι καθόλου;» του είπε χωρίς στην πραγματικότητα να ζητάει μία απάντηση, απλά ήλπιζε να γύριζε την πλάτη του και να φύγει και συνέχισε «Καμιά καινούργια υπόθεση που σε βασανίζει;»
«Αφού με ξέρεις, πάντα βασανίζομαι από τις υποθέσεις μου. Μπορείς να μου παρέχεις τις υπηρεσίες σου αν και Κυριακή;»
«Τζακ αφού το ξέρεις πως σου χρωστάω την ζωή μου. Για σένα είμαι πάντα διαθέσιμος. Πέρνα μέσα να μου πεις περί τίνος πρόκειται».
Πέρασαν μέσα και πήγαν προς το εργαστήριο του. Εκεί ο Ιαν έπλυνε τα μούτρα του και κάθισαν και οι δύο σε κάτι άβολες μεταλλικές καρέκλες. Ο Τζακ τότε έβγαλε από την τσέπη του ένα πλαστικό σακουλάκι, μέσα είχε τα ξύσματα από το χαραγμένο σύμβολο στον εξωτερικό τοίχο του γραφείου του. Ο Ιαν το πήρε στα χέρια του, φόρεσε το ερευνητικό του βλέμμα και στρώθηκε κατευθείαν στην δουλειά.
Ο Τζακ παρέμεινε καθισμένος στην καρέκλα του μη θέλοντας να αποσπάσει τον Ιαν από την εργασία του. Η ανυπομονησία που ένιωθε του είχε τεντώσει τα νεύρα, γυρόφερνε μανιασμένα πάνω στο κάθισμα κάνοντας την καρέκλα να βγάζει σε κάθε του κίνηση μικρούς, μεταλλικούς, τριχτούς ήχους. Ο Ιαν κάθε τόσο τον κοίταγε και πότε βαριανάσαινε και πότε έβγαζε ήχους ενόχλησης, χωρίς όμως παρ’ όλα αυτά να πει τίποτα στον Τζακ, καταλάβαινε την ανυπομονησία του, άλλωστε τόσα χρόνια δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο.
Μετά από δύο, βασανιστικές για τον Τζακ, ώρες ο Ιαν τον πλησίασε με ένα κομμάτι χαρτί στο χέρι του. Κάθισε στην καρέκλα, στερέωσε το χαρτί στο πόδι του, και τον κοίταξε καθαρίζοντας τον λαιμό του.
«Λοιπόν Τζακ, το δείγμα που μου έφερες είναι πραγματικά πολύ περίεργο. Αποτελείτε από δύο ουσίες οι οποίες, όμως, είναι πραγματικά δυσεύρετες για τον περισσότερο κόσμο».
«Για γίνε πιο σαφείς», του είπε ο Τζακ σχεδόν διακόπτοντας τον ειρμό του.
«Αν περιμένεις λίγο θα στα πω όλα αναλυτικά», είπε ο Ιαν νευριασμένος.
«Η πρώτη ουσία φυσικά και όπως θα κατάλαβες και από την μυρωδιά είναι θειάφι. Το παράξενο για αυτό είναι πως δεν πρόκειται για συνηθισμένο θειάφι εμπορίου μα ούτε για συνηθισμένο ορυκτό θειάφι. Τα αποτελέσματα από την σύνθεσή του έδειξαν πως το συγκεκριμένο θειάφι προήρθε από μεγάλο βάθος, δεν μπορώ όμως να γνωρίζω από που». Ο Τζακ είχε αρχίσει να ιδρώνει, πως κάποιος μπορούσε να είχε πρόσβαση σε ένα τέτοιο υλικό. «Όσον αφορά το δεύτερο υλικό πρόκειται για μία κόκκινη χειροποίητη μπογιά ανακατεμένη με ανθρώπινο αίμα».
«Χειροποίητη είπες; Πως δηλαδή;»
«Είναι φτιαγμένη με μια αρχαία μέθοδο παρασκευής χρωμάτων. Αποτελείτε από ορυκτά, αιματίτη ή σινώπια».
«Και πως μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση σε αυτά τα υλικά; Είπες πως είναι δυσεύρετα».
«Πραγματικά αν δεν είσαι γεωλόγος ή αρχαιολόγος δε νομίζω πως είναι εύκολο να τα βρεις. Να έχεις στον νου σου πως αυτός που ψάχνεις σίγουρα θα έχει κάποιες επαφές με τις συγκεκριμένες ιδιότητες».
«Μια βόλτα στο μουσείο πιστεύω θα είναι μια καλή αρχή. Τι λες και εσύ Ιαν;»
Ο Ιαν κούνησε απλά το κεφάλι του. Ο Τζακ το εξέλαβε ως θετικό σήμα και σηκώθηκε από τη καρεκλά χαιρετώντας τον στα πεταχτά. Είχε προστεθεί ακόμα ένα περίεργο κομμάτι στο ήδη δύσκολο παζλ της υπόθεσης.

Κυριακή 12:00μμ
Ο Τζακ με γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς το κεντρικό αρχαιολογικό μουσείο. Γνώριζε πως κάθε Κυριακή παραμένει ανοιχτό, τουλάχιστον ως τις 15:00 το απόγευμα. Ήλπιζε να βρει την υπεύθυνο του μουσείου. Αυτή θα μπορούσε να του δώσει όποιες πληροφορίες για το ποιος συνεργάζεται μαζί τους, και ποιος απέκτησε στην τελική αυτά τα ορυκτά. Ύστερα από κανένα τέταρτο έφτασε έξω από την  πόρτα του μουσείου και ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά. Δεν είχε πολύ κόσμο μέσα, κάτι το ευχάριστο, γιατί έτσι θα μπορούσε να συζητήσει ανενόχλητος. Περιπλανήθηκε για λίγο στην πτέρυγα με τα αρχαία νομίσματα και χάζευε γύρω, χωρίς όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μετά από λίγο είδε να προχωράει δίπλα του ένας υπάλληλος του μουσείου. Τον πλησίασε και τον ρώτησε πως θα μπορούσε να μιλήσει με την υπεύθυνο. Με εμφανή βαρεμάρα αποτυπωμένη στο πρόσωπό του ο υπάλληλος του είπε πως να βρει το γραφείου της κυρίας Κόουλ, Φραντσέσκας Κόουλ.
Προχώρησε προς τις σκάλες του υπογείου, ακριβώς δίπλα από την αίθουσα αποκατάστασης των εκθεμάτων βρισκόταν το γραφείο της Φραντζέσκας Κόουλ. Χτύπησε δύο φορές την πόρτα και περίμενε. Μία λεπτή αέρινη φωνή που φώναζε “εμπρός” ακούστηκε από μέσα και ο Τζακ άνοιξε αμέσως την πόρτα. Στο απέναντι γραφείο καθόταν η Φραντσέσκα, μία καλοστεκούμενη πενηντάρα, που τον κοίταζε με ένα ύφος απορίας.
«Καλημέρα, είστε η κυρία Κόουλ, η υπεύθυνη του μουσείου;»
«Δεσποινίς αν θέλετε παρακαλώ. Ναι είμαι η υπεύθυνη ,πως μπορώ να βοηθήσω;»
«Με λένε Τζακ, Τζακ Φροστ. Θα ήθελα να σας κάνω ορισμένες ερωτήσεις, αν δε σας ενοχλώ δηλαδή», της είπε ο Τζακ με ιδιαίτερη ευγένεια. Κάτι στην εμφάνιση της του έβγαζε αυτήν την συμπεριφορά.
«Φυσικά, κανένα πρόβλημα, σας ακούω».
Ο Τζακ, με την βοήθεια του σημειωματάριου του ,προσπάθησε να της περιγράψει επακριβώς τα γεωλογικά ευρήματα που είχε βρει ο φίλος του ο Ιαν. Η δεσποινίς Φραντσέσκα τον άκουγε με προσοχή, χωρίς να τον διακόψει ούτε μια στιγμή. Όταν ο Τζακ τελείωσε με την περιγραφή του εκείνη ανακάθισε στην καρέκλα της και ξεροκατάπιε.
«Κύριε Φροστ, τα συγκεκριμένα υλικά που είπατε όντως υπήρχαν στο μουσείο μας, τουλάχιστον πριν πέντε μέρες».
«Υπήρχαν; Ποιος τα πήρε δηλαδή;» ρώτησε με έντονο ενδιαφέρον ο Τζακ.
«Μισό λεπτό να κοιτάξω το βιβλίο κίνησης». Άνοιξε ένα μικρό βιβλίο και το ξεφύλλισε απ’ το τέλος, σταμάτησε στη προτελευταία σελίδα και με το χέρι της υπογράμμισε ένα όνομα. »Εδώ είμαστε. Πριν από πέντε μέρες τα ζήτησε ο κύριος Φρεντ Μαλόουν, αστυνομικός». Ο Τζακ γούρλωσε τα μάτια του.
«Σας είπε τι τα ήθελε τα συγκεκριμένα υλικά;»
«Δυστυχώς όχι, ήταν πολύ μυστικοπαθής, το μοναδικό πράγμα που μου είπε ήταν πως τα χρειάζεται για την διαλεύκανση μιας υπόθεσης που ερευνούσε».
«Και εσείς του τα δώσατε έτσι απλά, χωρίς να ρωτήσετε τίποτα άλλο;», είπε ο Τζακ με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής του.

«Κύριε Φροστ σας παρακαλώ να χαμηλώσετε τον τόνο της φωνής σας. Ο κύριος Μαλόουν είναι προσωπικός φίλος και φίλος του μουσείου και άλλωστε είναι και αστυνομικός, όργανο της τάξης», του είπε νευριασμένη.
Ο Τζακ μουρμούρησε από μέσα του κάτι για την αφέλεια της, πως μπορούσε να δίνει έτσι ελεύθερα εκθέματα του μουσείου. Δεν ήθελε να της μιλήσει άλλο, ήταν πολύ νευριασμένος για να συνεχίσει να της μιλάει ήρεμα και άλλωστε και η δίκη της καλή διάθεση είχε χαθεί. Σηκώθηκε από τη καρέκλα και την αποχαιρέτησε δίνοντας της το χέρι και βγήκε έχω από το γραφείο της. Ανέβηκε τα σκαλιά και βγήκε έξω, είχε ξεκινήσει να ψιλοβρέχει. Η επόμενη στάση για σήμερα θα ήταν το εργαστήριο του Τζον Φλάβιο, θα είχε σίγουρα έτοιμα τα αποτελέσματα της ταυτοπροσωπίας. Προχώραγε ήρεμα κάτω από την βροχή, δεν τον ενοχλούσε και πολύ, και σκεφτόταν για την διαλεύκανση ποιας υπόθεσης χρειαζόταν ο αστυνομικός Μαλόουν τα συγκεκριμένα υλικά.


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα